- ἔγξυλος
- ἔγξῠλος, ον,A wooden, δέλτος f.l. in Aen. Tact.31.14;
πυραί Tz.H. 10.502
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυραί Tz.H. 10.502
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έγξυλος — ἔγξυλος, ον (AM) μσν. (για φωτιά) αυτή που καίει με ξύλα αρχ. ο κατασκευασμένος από ξύλο … Dictionary of Greek